εκφορητικός

εκφορητικός
η , ό[ν] отводный (о трубке, канале)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εκφορητικός" в других словарях:

  • εκφορητικός — ή, ό(ν) αυτός με τον οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος προς τα έξω, με τον οποίο πραγματοποιείται η αποχέτευση υγρών, αποχετευτικός («εκφορητικοί πόροι») οι πόροι που αποχετεύουν το έκκριμα τών αδένων …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοφόρος — ο (AM γαλακτοφόρος, ον) 1. (για μητέρα ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει γάλα 2. (για ουσίες ή τροφές) ο γαλακταγωγός νεοελλ. 1. το ουδ. εν. ως ουσ. α) γαλακτοφόρο, το κύτταρο ή σύμπλεγμα κυττάρων που συνδέονται μεταξύ τους και περιέχουν… …   Dictionary of Greek

  • επιδιδυμίδα — η (AM ἐπιδιδυμίς) σπειροειδής εκφορητικός πόρος από τον οποίο απεκκρίνεται το σπέρμα στον σπερματικό πόρο και βρίσκεται στο επάνω και πίσω μέρος τού όρχεως …   Dictionary of Greek

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • στενωνιανός — ο, Ν φρ. «στενωνιανός πόρος» ανατ. ο εκφορητικός ή σιαλοχόος πόρος τής παρωτίδας, τού κυριότερου σιαλογόνου αδένα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»